- Πευκετίων
- Πευκέτιοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
Δαύνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε ήρωας της Δαυνίας, γιος του Λυκάονα. Μαζί με τους άλλους δύο αδελφούς του, Ιάπυγο και Πευκέτιο, μετανάστευσε στην Ιταλία όπου ίδρυσαν τα βασίλεια των Δαυνίων, των Μεσσαπίων και των Πευκετίων. Κατά μία παράδοση, ο Δ.… … Dictionary of Greek
Ερδωνία ή Ερδονία — Αρχαία πόλη της Ιταλίας. Βρισκόταν στην Απουλία και πρωτοκατοικήθηκε από Δαύνιους. Εκεί ο Αννίβας νίκησε τους Ρωμαίους δύο φορές (212 και 210 π.Χ.). Ο Στράβων την τοποθετεί στην οδό που οδηγεί από το Μπρίντιζι στη Ρώμη και περνά από τα εδάφη των… … Dictionary of Greek